- ὀξυπείνως
- ὀξύπεινοςravenously hungryadverbialὀξύπεινοςravenously hungrymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύπεινος — ὀξύπεινος, ον (Α) 1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος 2. (για πρόσ.) πειναλέος 3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.). επίρρ... ὀξυπείνως (Α) με μεγάλη πείνα, με… … Dictionary of Greek